κατασβεστήρας

κατασβεστήρας
ο [κατασβέννυμι]
μικρή φορητή συσκευή για την κατάσβεση πυρκαγιάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατασβεστήρας — ο φορητή συσκευή που χρησιμοποιείται για κατάσβεση πυρκαγιάς: Φέρτε τους κατασβεστήρες για να σβήσουμε τη φωτιά! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”